Η Αλίκη Βουγιουκλάκη δεν ταυτίστηκε ποτέ με τις εικόνες που κατείχαν άλλες πρωταγωνίστριες της εποχής. Δεν ήταν αντράκι όπως η Μαίρη Χρονοπούλου, ούτε σεξοβόμβα όπως η Ζωή Λάσκαρη και η Χλόη Λιάσκου, δεν υποδύθηκε ποτέ την ωραία, σύγχρονη, μοντέρνα και απελευθερωμένη γυναίκα, όπως η Έλενα Ναθαναήλ, ούτε φυσικά τη μητρική αλλά και θεότρελη ώριμη γυναίκα όπως η Ρένα Βλαχοπούλου.
Φτιάχνοντας τη μύτη της και ξανθαίνοντας το μαλλί της η Αλίκη Βουγιουκλάκη γνώριζε καλύτερα από τον κάθε παραγωγό, σκηνοθέτη ή ιμπρεσσάριο της εποχής ότι όχι μόνο δεν αποξένωνε το κοινό της αλλά ότι ταυτιζόταν μαζί του. Και πιο συγκεκριμένα με τα όνειρα και τις φαντασιώσεις του.
Τα κορίτσια ήθελαν να είναι θυγατέρες εφοπλιστών ή καπετάνιων σαν τον Δ.Παπαγιαννόπουλο και τον Λ.Κωσταντάρα, ήθελαν να παντρευτούν τον Α.Αλεξανδράκη, τον Α.Μπάρκουλη ή τον Δ.Παπαμιχαήλ. Ήθελαν να κυκλοφορούν με ακριβά κάμπριο και να φλερτάτουν ξέφρενα τον ωραίο καθηγητή τους χορεύοντας τουίστ. Η πραγματικότητα για πολλές από τις θαυμάστριες της ηθοποιού ήταν ταυτόσημη με μισθούς εργατριών και με γάμους καταδικασμένους από τη φτώχια.
Συνεπεία αυτών δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς γιατί το καλύτερο κινηματογραφικό δραματικό πόνημα της ηθοποιού ήταν καταδικασμένο από την αρχή. Κανείς δεν ήθελε να δει την Αλίκη ως φτωχή εργάτρια καταδικασμένη στο μαρασμό που επιβάλλει η οικονομική μιζέρια του μεροκάματου.
Παρόλ’αυτά ο Φιλ.Φίνος ήταν τόσο ικανοποιημένος από την συνεχή εμπορική επιτυχία της πρωταγωνίστρια του μετά τις ταινίες ‘Το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο’, ‘Το Κλωτσοσκούφι’, ‘Μανταλένα’, ‘Η Αλίκη στο Ναυτικό’, ‘Η Λίζα και η άλλη’ ώστε πείστηκε να χρηματοδοτήσει την μεγάλη στροφή της σε πιο δραματικούς και απαιτικούς ρόλους και εξασφάλισε για το εγχείρημα του ως σκηνοθέτη τον Ντίνο Δημόπουλο, ως σεναριογράφο τον Βαγγέλη Γκούφα και ως συνθέτη τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ο Ντίνος Δημόπουλος καταφέρνει να χαλιναγωγήσει και τα νάζια και τον ναρκισσισμό της πρωταγωνίστριας του με εξαιρετική επιτυχία. Δίπλα της ο Νίκος Κούρκουλος γνωρίζει ότι ο ρόλος του δεν περιορίζεται σε διαλόγους ηθικολογίας και αρρενωπότητας και χειρίζεται το σενάριο με το σεβασμό που του αξίζει. Στις σκηνές όπου ομολογεί τα όνειρα του για την αγορά μιας μοτοσυκλέτας στην Μαρίνα, ο Νίκος Κούρκουλος απελευθερώνεται και έχει την γοητεία ενός ερωτευμένου έφηβου. Σε δεύτερους ρόλους η νικημένη από τη ζωή αδελφή της Μαρίνας (Μαργαρίτα Λαμπρινού) είναι συγκλονιστική. Ιδιαιτέρως όταν ξεστομίζει τα αποχαιρετιστήρια λόγια στην αδελφή της στο φινάλε της ταινίας δείχνει το εύρος και τη δυναμική της ως ηθοποιός και η Λιλύ Παπαγιάννη χειρίζεται με τέτοια ειλικρίνεια το πιο αβανταδόρικο ρόλο ώστε την αντιπαθείς ακαριαίως. Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ηθοποιός μιας ανώτατης τάξης, ενσαρκώνει τέλεια το αποτρελλαμένο και απομονωμένο Μανώλη, τον παροπλισμένο ναυτικό που φουσκώνει το μυαλό της Μαρίνας με ταξίδια σε εξωτικά λιμάνια και άγνωστους κόσμους. Αυτούς του ηθοποιούς πλαισιώνουν οι Σμάρω Στεφανίδου, στον ρόλο της μικροαστής και αναίσθητης σπιτονοικοκυράς, Τζόλυ Γαρμπή, Γιώργος Τσιτσόπουλος, Σαπφώ Νοταρά, Μήτσος Λυγίζος, Αλίκη Ζωγράφου, Αθανασία Μουστάκα, Δέσποινα Στυνιαλοπούλου και Ζωή Φυτούση που ερμηνεύει το ένα από τα δύο τραγούδια της ταινίας με τίτλο ‘Τα δάκρυα μου είναι καυτά’.