Παραγωγή: | Finos Film |
Α' Προβολή: | 4 Απριλίου 1949 |
Κατηγορία: | Δραματική |
Είδος: | Πολεμική |
Σκηνοθεσία: | Νίκος Τσιφόρος |
Σενάριο: | Νίκος Τσιφόρος |
Ηθοποιοί: | Σμαρούλα Γιούλη, Μιράντα Μυράτ, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Νίκος Τζόγιας, Δήμος Σταρένιος, Ρένος Κουλμάσης, Σόφι Λίλα, Κίμων Φλεμωτόμος, Θανάσης Τζενεράλης, Βαγγέλης Πρωτοπαππάς, Σπύρος Καλλιμάνης, Γιώργος Χαμαράτος, Μ. Τακατάκης, Αθανασία Μουστάκα |
Μουσική: | Κώστας Γιαννίδης |
Φωτογραφία: | Ζόζεφ Χεπ |
Σκηνογραφία: | Γιάννης Σίμ |
Μακιγιάζ: | Σταύρος Κελεσίδης |
Εισιτήρια: | 78.318 |
Διάρκεια: | 76' |
Μια νεαρή κοπέλα συλλαμβάνεται για τον φόνο της μητέρας της. Στο αστυνομικό τμήμα αφηγείται την ιστορία της, ξεκινώντας από τον πρώτο χρόνο του γερμανο-ιταλικού πολέμου. Ο πατέρας της ήταν στρατιωτικός και είχε διαφύγει στο Κάϊρο και η Ουγγαρέζα μητέρα της συζούσε με ένα Γερμανό αξιωματικό. Η κοπέλα μπήκε στην Αντίσταση και όταν ο πατέρας της γύρισε στην Ελλάδα για μια αποστολή, η μητέρα της τον πρόδωσε στους Γερμανούς. Η κοπέλα ομολογεί, αλλά τα στοιχεία που βγαίνουν στην επιφάνεια, μαρτυρούν αυτοκτονία.
Τον Απρίλιο του 1949, η ταινία προβλήθηκε πρώτη φορά σε τρία μεγάλα σινεμά του κέντρου: «Ορφέας», «Παλλάς», και «Τιτάνια». Ενώ την πρώτη εβδομάδα σκαρφάλωσε στα 90.000 εισιτήρια, το κοινό αντέδρασε με την προδοσία της μάνας ως ηρωίδα της ταινίας, με αποτέλεσμα να κατέβει από τις αίθουσες για να γίνουν ορισμένες «θεματικές τροποποιήσεις». Ετσι, η "μάνα" Μιράντα Μυράτ αλλάζει εθνικότητα και από Ελληνίδα παρουσιάζεται ως Ουγγαρέζα «που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τους Ελληνες και την αντίστασή τους...».
Η ταινία ήταν αφιερωμένη από τον Φιλοποίμην Φίνο στον πατέρα του, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
Τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας δεν ανήκουν στην Φίνος Φιλμ.
Έπαινοι σε Φίνο και Χεπ
Πηγή: Αχιλλέας Μαμάκης, Εφημερίδα "Έθνος", Μάρτιος 1949
Αλλά περισσότερο και από τους ηθοποιούς αξίζουν θερμότατοι έπαινοι στον σκηνοθέτη και στον οπερατέρ κ. Χεπ, καθώς και εις τον κ. Φίνο που επεμελήθη τη φωνοληψία. Είνε αναντίρρητον, όπως είπα και εις την αρχή, ότι η «Τελευταία αποστολή» τεχνικώς αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προόδου. Η φωτογραφία, οι φωτισμοί, ακόμη και στα εσωτερικά, έρχονται στιγμές που σε κάνουν να ξεχνάς ότι βλέπεις ελληνικό φιλμ. Είναι τέτοια η βελτίωσις, ώστε, ανεξαρτήτου σεναρίου, πρέπει οπωσδήποτε να ιδήτε αυτό το έργο, για να βοηθηθούν οι καλοί παραγωγοί εις την προσπάθεια ανόδου την οποία επιτελούν με τόση ευσυνειδησία.
100% σωστή επιλογή
Πηγή: Μάριος Πλωρίτης, Εφημερίδα "Ελευθερία", Μάρτιος 1949
Πέρυσι είχαμε κατηγορήσει τους αξιόλογους κατά τα άλλα «Χαμένους άγγελους» για το θέμα τους, που παρουσίαζε μιαν έξω από την πραγματικότητα ελληνική κοινωνία. Φέτος, ο κ. Ν. Τσιφόρος διόρθωσε το λάθος του. Απαρνήθηκε τον υπόκοσμο και, και γυρεύοντας υλικό ελληνικό, στράφηκε όπως ήταν φυσικό, στην πιο κοντινή πολυώδυνη περίοδο της νεότερης ιστορίας μας: στην Κατοχή. Η εκλογή λοιπόν του θέματος ήταν αυτή τη φορά 100% σωστή. Μένει κι η εκτέλεση. Ο κ. Τσιφόρος τοποθέτησε την Κατοχή μέσα σε μια οικογένεια. Περιορίζει το φακό του στις επιδράσεις που είχε το τετράχρονο δράμα της δουλείας πάνω στο σπιτικό ενός έλληνα αξιωματικού. Την πάλη των κατακτητών, των αντιστεκόμενων και των συνεργαζόμενων την κλείνει μέσα στους τοίχους ενός κηφισιώτικου σπιτιού. Δε δίνει το δράμα της κατοχής, αλλά το δράμα ενός σπιτιού στην Κατοχή. Περιορισμός μοιραίος, γιατί τα ελληνικά μέσα δεν του επιτρέπανε να απλωθεί και να δώσει κάπως γενικότερα την εικόνα της ελληνικής τραγωδίας. Άλλωστε , κι από τους ξένους, ελάχιστοι το καταφέρανε αυτό. Γιατί να ζητάμε λοιπόν από τον άγουρο ελληνικό κινηματογράφο το μείζον, όταν οι υπερώριμοι ξένοι βρίσκονται ακόμα στο έλασσον;