Ένας νεαρός φτωχός καθηγητής προσλαμβάνεται δοκιμαστικά ως φιλόλογος σε ένα ιδιωτικό σχολείο θηλέων και έρχεται αντιμέτωπος με τα κακομαθημένα πλουσιοκόριτσα. Μια όμορφη μαθήτρια, η Λίζα Παπασταύρου, ταλαιπωρεί διαρκώς τον νεοφερμένο καθηγητή και εκείνος αναλαμβάνει - πάντα με την άδεια του λυκειάρχη - να την συμμορφώσει. Η Λίζα προσπαθεί να εκδικηθεί τον καθηγητή με διάφορες μικροαπάτες, αλλά ένα ειδύλλιο μεταξύ τους θα περιπλέξει την κατάσταση...
Η πιο κλασική κωμωδία του Ελληνικού Κινηματογράφου ήρθε πρώτη σε εισπράξεις ανάμεσα σε 52 ελληνικές παραγωγές και αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης θεατρικής επιτυχίας του Αλέκου Σακελλάριου. Η παράσταση είχε ανέβει την άνοιξη του 1944 στην Αθήνα, με την Μαρία Καλουτά στο ρόλο της μαθήτριας Λίζας Παπασταύρου, και τη μουσική της παράστασης είχε γράψει ο Μενέλαος Θεοφανίδης.
Η επιτυχία της ταινίας ήταν τεράστια. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα, άνοιξαν ακόμα και θερινοί κινηματογράφοι υπό βροχή (!) για να εξυπηρετήσουν το διψασμένο για θέαμα κοινό. Ίσως είναι η περισσότερο ειδωμένη ταινία όλων των εποχών στην Ελλάδα, μια και υπολογίζεται πως την είδαν πάνω από δέκα εκατομμύρια Έλληνες στα δέκα πρώτα χρόνια προβολής της, καθώς και αμέτρητοι στα 54 χρόνια προβολής της από την τηλεόραση.
Το 1960, η ταινία βραβεύτηκε στο Α' Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως μία από τις τρεις καλύτερες Ελληνικές ταινίες της πενταετίας 1955 – 1960 μαζί με τον «Δράκο» του Κούνδουρου και τη «Στέλλα» του Κακογιάννη. Η ταινία επίσης εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου τον Άυγουστο του 1961, με τον τίτλο "Maidens Cheek" (Μάγουλα Κοριτσιών).
Πρόκειται για την πρώτη ταινία του Σακελλάριου, όπου πρωταγωνιστεί η Αλίκη. Μάλιστα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων προέκυψαν κάποια προβληματα μεταξύ τους. Όπως υποστήριζε η Αλίκη, ο Σακελλάριος θέλοντας να προβάλει ιδιαίτερα την τότε αγαπημένη του και μετέπειτα σύζυγό του, Μπέμπη Κούλα (το πραγματικό όνομα της Νίκης Λινάρδου), γύριζε την κάμερα προς εκείνη την ώρα που μιλούσε η Αλίκη στην ταινία. Η Αλίκη το πήρε είδηση και ζήτησε από τον Φίνο να δουν τα πρώτα γυρίσματα. Ο Φίνος πρόσεξε ότι η Αλίκη είχε δίκιο και επέβαλε στον Σακελλάριο, ο οποίος του δικαιολογήθηκε πως έφταιγαν τα χρώματα του σκηνικού για το ότι έπαιρνε τα πλάνα από άλλη γωνία, να ξαναγυριστούν οι σκηνές. Ο Σακελλάριος έγινε έξαλλος με την Αλίκη και ακολούθησε μία έντονη σκηνή, όπως λέγεται, στη σκάλα του κτιρίου της Φίνος Φιλμ στην οδό Χίου 53, κατά την οποία της είπε, "Δεν θα με μάθεις εσύ, ένα σκ…, πώς να κάνω τη δουλειά μου!".
Η ταινία αποτελεί και την πρώτη συνεργασία της Αλίκης με το Μάνο Χατζιδάκι, τον οποίο της τον είχε γνωρίσει στο πατάρι του Λουμίδη (καλλιτεχνικό στέκι της εποχής) ο Μάριος Πλωρίτης. Η τελευταία τους συνεργασία ήταν το 1986 στην Επίδαυρο με τη «Λυσιστράτη». Όταν εκλήθη ο Μάνος Χατζιδάκις να γράψει τη μουσική για τα τραγούδια της ταινίας στους ρυθμούς της τσα-τσα-τσα, δε γνώριζε καθόλου το μουσικό αυτό είδος. Για αυτό τον λόγο, ζήτησε να ακούσει κάποιες άλλες παρόμοιες επιτυχίες της εποχής κι έτσι βγήκανε οι μοναδικές αυτές μελωδίες. Τα δύο τραγούδια της ταινίας, «Το Γκρίζο Γατί» (γνωστό ως «νιάου βρε γατούλα») και «Έχω ένα Μυστικό» κυκλοφόρησαν σε signles και έγιναν ανάρπαστα, πουλώντας κοντά στα 100.000 αντίτυπα, γεγονός το οποίο αποτελεί σταθμό στην ελληνική δισκογραφία, αφού απονεμήθηκε ο πρωτος χρυσός δίσκος στην Ελλάδα από τον διευθυντή της ολλανδικής δισκογραφικής εταιρίας «Philips». Τα γυρίσματα του τραγουδιού «Γκρίζο γατί» διήρκησαν τρεις μέρες στον Σχοινιά και στη συνέχεια αποτέλεσε τον «ύμνο» για τα παιδιά των επόμενων γενεών Ελλήνων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αλέκος Σακελλάριος πρόοριζε αρχικά το ρόλο του αυστηρού καθηγητή Φλωρά στον Δημήτρη Χόρν - καθηγητή της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου - ο οποίος όμως αρνήθηκε.
Τα μέλη της FFανατικής κοινότητας μπορούν να βαθμολογούν τις ταινίες της Finos Film, διαμορφώνοντας την προτίμηση του κοινού!