Ανεπιτήδευτος στο παίξιμό του και χωρίς φιοριτούρες, ο Βασίλης Καΐλας είχε μια ζηλευτή ικανότητα να προσαρμόζεται στον εκάστοτε ρόλο του, με αγάπη και συνέπεια, αντάξιος των μεγάλων συμπρωταγωνιστών του. Συνεσταλμένος και προσγειωμένος παρότι από πολύ μικρή ηλικία βαφτίστηκε το «παιδί-θαύμα» του ελληνικού κινηματογράφου, κατέγραψε μια σπουδαία καριέρα στον κινηματογράφο, το θέατρο αλλά και τη μεταγλώττιση.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στον Πειραιά αλλά σε ηλικία μόλις 10 ημερών μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Ο πατέρας του ανέλαβε καθήκοντα θυρωρού στην πολυκατοικία της οδού Βουλής 38 κοντά στην πλατεία Συντάγματος και όπως συνηθίζονταν του είχε παραχωρηθεί ένα διαμέρισμα για να μένει με την οικογένειά του. Στην ίδια πολυκατοικία ζούσε η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, και αυτή η συγκατοίκηση αποδείχθηκε καθοριστική. Κάποια στιγμή το 1957, ο Μιχάλης Κακογιάννης είδε τον Βασίλη στην είσοδο της πολυκατοικίας όταν βρέθηκε εκεί για να επισκεφθεί τη Λαμπέτη, κι αμέσως σκέφτηκε ότι το νεαρό αγόρι είχε την κατάλληλη παρουσία και έκφραση για να παίξει στη νέα ταινία που ετοίμαζε με τίτλο «Το Τελευταίο Ψέμμα».
Αφού φυσικά ο Κακογιάννης και η Λαμπέτη συνεννοήθηκαν με τον πατέρα του, ο Βασίλης Καΐλας βαφτίστηκε ηθοποιός στα τέσσερά του μόλις χρόνια. Οι ρόλοι συνεχίστηκαν, όμως τα χρόνια περνούσαν και είχε φτάσει η ώρα να πάει στο σχολείο και να σταματήσει τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις. Κατάφερε να συνδυάσει τις σπουδές και την υποκριτική, παίρνοντας μια ειδική άδεια από το Υπουργείο Παιδείας βάσει της οποίας μπορούσε να αναπληρώνει τα μαθήματα που έχανε, πηγαίνοντας στο σχολείο όποιας πόλης βρίσκονταν για γυρίσματα. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, ο Βασίλης Καΐλας φοίτησε στη δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Στα οκτώ του χρόνια, ο μικρός Βασίλης έκανε την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο έργο του Ζαν Ανούιγ «Ταξιδιώτες Χωρίς Αποσκευές» που ανέβασε τη θεατρική σεζόν 1961-62 ο Δημήτρης Χορν στο Θέατρο Κεντρικόν. Λίγα χρόνια αργότερα, έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο μαζί με τους Παξινού – Μινωτή στο ανέβασμα του Μάκβεθ (1967), αναλαμβάνοντας το ρόλο του γιου του Μακντόφ. Τόσο στη νεανική όσο και στην ενήλική πορεία του συνέχισε παράλληλα με τον κινηματογράφο να εμφανίζεται και στο θέατρο, μεταξύ άλλων σε έργα των Μπρεχτ, Ιονέσκο, Γκαίτε, Στάινμπεκ, αλλά και Αριστοφάνη. Συμμετείχε για έξι χρόνια στην Ομάδα Σύγχρονης Τέχνης όπου ανέβασε διασκευές κλασσικών έργων για παιδιά. Αποσύρθηκε από το θέατρο το 2002 με τελευταία συμμετοχή του στο έργο «BAR των Αγγέλων» του Τένεσση Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Βασίλη Καΐλα στο «Τελευταίο Ψέμμα» (1958) του Μιχάλη Κακογιάννη τον έβαλε στην οικογένεια της Φίνος Φιλμ. Στη διάρκεια των γυρισμάτων που έγιναν στην Αράχοβα κι ενώ πήγε να κρατηθεί από ένα θάμνο παραλίγο να πέσει στο κενό, όμως τελικά δεν τραυματίστηκε χάρη στις κουβέρτες που είχαν προνοήσει να κρατούν οι τεχνικοί. Η αναποδιά αυτή δεν τον πτόησε και την ίδια χρονιά συμμετείχε στην ταινία «Η Κυρά μας η Μαμή» (1958) του Αλέκου Σακελλάριου. Ακολούθησαν δύο ακόμα ταινίες της Φίνος Φιλμ, το «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960) και η «Μανταλένα» (1960) όπου ο Βασίλης Καΐλας (μαζί με τους γονείς του) ήταν ανάμεσα σε εκείνους που ταξίδεψαν ως την Αντίπαρο για να γυρίσουν την ταινία που θα βραβευόταν στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Ο ανεπιτήδευτος, απέριττος και συναισθηματικός τρόπος που ερμήνευε, τον έκαναν περιζήτητο στους σκηνοθέτες. Στον νεαρό Βασίλη (ή Βασιλάκη όπως τον αποκαλούσε τότε όλη η Ελλάδα) δόθηκε ο άτυπος τίτλος του «παιδιού θαύματος», όταν πρωταγωνίστησε δίπλα στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ στην ταινία της Μαρίας Πλυτά με τίτλο «Ο Λουστράκος» (Ανζερβός, 1962). Μάλιστα είχε πάρει τόσο σοβαρά τον ρόλο του ώστε πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα διδάχτηκε την τέχνη από 2-3 λούστρους της γειτονιάς του. Την ίδια περίοδο επιστρέφει στη Φίνος Φιλμ για να παίξει χαρακτηριστικούς ρόλους στις ταινίες «Η Νύφη το ‘Σκασε» (1962) του Αλέκου Σακελλάριου και «Η Ψεύτρα» (1963) του Γιάννη Δαλιανίδη.
Τη δεκαετία που ακολούθησε ήρθαν δεκάδες ρόλοι για τον νεαρό ηθοποιό με το πηγαίο ταλέντο, οι περισσότεροι σε μελοδράματα και δραματικές ταινίες. Συνολικά στην καριέρα του ο Βασίλης Καΐλας μετρά 117 συμμετοχές σε κινηματογραφικές ταινίες, στην πλειοψηφία τους πριν ενηλικιωθεί. Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία ήταν στην ταινία «Πήρες Πτυχίο» του Γρηγόρη Νουνέλη το 1985.
Εμφανίστηκε σε τηλεοπτική σειρά πριν καν την πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού σήματος στην Ελλάδα, όταν Γάλλοι παραγωγοί τον επέλεξαν το 1965 ως πρωταγωνιστή των 13 επεισοδίων της σειράς “L’extraodinaire Petros” που γυρίστηκε στη Μύκονο. Στην καριέρα του συμμετείχε μόνο σε δύο τηλεοπτικές σειρές της Ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης («Όλη η Δόξα όλη η Χάρη», «Κωστής Παλαμάς»), όμως ήδη από τη δεκαετία του 1970 βρέθηκε στις τηλεοπτικές οθόνες με τη φωνή του, όταν ασχολήθηκε με τις μεταγλωττίσεις. Δάνεισε τη φωνή του σε πολλά δημοφιλή παιδικά προγράμματα εκείνης της περιόδου («Οικογένεια Γουώλτονς», «Το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι», «Μάγια η Μέλισσα», «Δον Κιχώτης» και «Στρουμφάκια») αλλά και μεταγενέστερα. Τα δέκα τελευταία χρόνια πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση ανέλαβε τη σκηνοθεσία μεταγλωττίσεων.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Ο Βασίλης Καΐλας είναι παντρεμένος με την Άννα και έχει μια κόρη, τη Μαριαλένα.
Στην διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας αφιέρωσε χρόνο ώστε να εκπροσωπήσει συνδικαλιστικά τους συναδέλφους του, διατελώντας πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος Ακροάματος. Το 2010, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα κοινά και ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Σαρωνικού.
Τον Νοέμβριο του 2013 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένα Παιδί Μετράει τα Πλάνα», στην οποία καταγράφει τα παιδικά του χρόνια μέσα στα κινηματογραφικά πλατό και όσα έζησε δίπλα στους σπουδαίους ηθοποιούς εκείνης της εποχής.
Αποφθέγματα #quotes
«Έγινα γνωστός και οι άνθρωποι με αναγνώριζαν. Εγώ δεν ήθελα δημοσιότητα. Ήμουν μικρό παιδί. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλα αυτά που γίνονταν. Ήθελα την ησυχία μου».
«Έχω τις ωραιότερες αναμνήσεις, γιατί όλοι με περιέβαλαν πραγματικά με αγάπη, από τον τελευταίο τεχνικό μέχρι το σκηνοθέτη, τον ηχολήπτη, όποιον μπορείτε να φανταστείτε».
«Ο κόσμος με έλεγε παιδί-θαύμα. Εγώ δεν ένιωσα ποτέ έτσι και δεν νομίζω ότι είχα καμία σχέση με αυτό το… παιδί-θαύμα που όλοι έβλεπαν.»
Ταινίες με την FF