Μίκης Θεοδωράκης
Γέννηση: | 29 Ιουλίου 1925 |
Θάνατος : | 2 Σεπτεμβρίου 2021 |
Ιδιότητα: | Μουσική |
Ταινίες με FF: | 3 |
Αφιερώματα #remembering (1)
Αστείρευτος δημιουργός και ακατάβλητος αγωνιστής, ο Μίκης Θεοδωράκης παρέμεινε για εβδομήντα και πλέον χρόνια στην κορυφή της μουσικής σύνθεσης, αλλά και στις κοινωνικές επάλξεις, πιστός στις ανθρωπιστικές αξίες και δίπλα στις ανάγκες του ελληνικού λαού. Πολυδιάστατος και παραγωγικός έγραψε όλα τα είδη μουσικής. Από όπερες, συμφωνική μουσική, ορατόρια, μουσική δωματίου, μπαλέτα και χορωδιακή εκκλησιαστική, έως μουσική για αρχαίο δράμα, θέατρο, κινηματογράφο, έντεχνο λαϊκό τραγούδι και μετασυμφωνικά έργα.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν μια μουσική ιδιοφυΐα. Με την δημιουργικότητα του και τις αξεπέραστες συνθέσεις του, πέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και κατέκτησε την υφήλιο, παίρνοντας δικαιωματικά μια θέση ανάμεσα στους σπουδαιότερους μουσικούς του 20ου αιώνα.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κρητικός στην καταγωγή, o Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο και μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ακολουθώντας τις συχνές μεταθέσεις του πατέρα του. Τη διετία 1937-1939 πήρε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια, συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη. Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή». Στο διάστημα 1937-1943, συνέθεσε περίπου 150 τραγούδια και άλλα μουσικά έργα, έχοντας ως επί το πλείστον βυζαντινές επιρροές από την παράδοση της ορθόδοξης εκκλησίας.
Το 1943 συλλαμβάνεται από τους Ιταλούς αλλά διαφεύγει στην Αθήνα και οργανώνεται στο ΕΑΜ, παράλληλα με τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών όπου γνωρίζεται με την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική. Ακολουθώντας την επιθυμία του πατέρα του να ακολουθήσει τη νομική επιστήμη, δίνει εξετάσεις και γράφεται στη Νομική Σχολή όπου φοιτεί για λίγο πριν την εγκαταλείψει οριστικά για τη μουσική. Αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, λαμβάνει μέρος στα Δεκεμβριανά, ζει για ένα διάστημα στην παρανομία και αργότερα στη διάρκεια του εμφυλίου εξορίζεται στην Ικαρία και αργότερα στη Μακρόνησο. Στη διάρκεια αυτών των καταστάσεων αντλεί δύναμη από τη μουσική και συνεχίζει να συνθέτει. Και φυσικά δεν εγκαταλείπει τις σπουδές του, ώσπου το 1950 αποφοιτά από το Ωδείο Αθηνών με δίπλωμα στην αρμονία, την αντίστιξη και τη φούγκα. Συνεχίζει να γράφει μουσική και το 1954 αναχωρεί για το Παρίσι όπου συνεχίζει τις σπουδές του στη μουσική ανάλυση και τη διεύθυνση ορχήστρας με υποτροφία στο Conservatoire.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι, ο Μίκης Θεοδωράκης συγγράφει τις τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα και στο Λονδίνο, ενώ την ίδια περίοδο συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος». Το 1957 λαμβάνει το Πρώτο Βραβείο και Χρυσό Μετάλλιο στο Διεθνή Διαγωνισμό Σύνθεσης Νέων της Μόσχας με πρόεδρο της επιτροπής τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς για το έργο του «Σουίτα αρ. 1 για πιάνο και ορχήστρα». Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα και κυκλοφορεί τον «Επιτάφιο» σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου, ένα έργο που είχε ετοιμάσει ήδη από το Παρίσι κι έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Θα είναι το ξεκίνημα μιας σειράς από σπουδαία έργα πάνω στους στίχους μεγάλων ποιητών όπως – μεταξύ άλλων – οι βραβευμένοι με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης και Πάμπλο Νερούντα.
Αφήνοντας πίσω αυτή την πρώτη περίοδο της καριέρας του, με έργα συμφωνικά και μουσικής δωματίου σύμφωνα με δυτικοευρωπαϊκές μορφές και σύγχρονες τεχνικές, ο Μίκης Θεοδωράκης μπήκε σε μια δεύτερη περίοδο επιχειρώντας σύζευξη της συμφωνικής ορχήστρας με λαϊκά όργανα και δημιουργώντας νέες φόρμες με βάση τη φωνή. Το 1963 ιδρύει μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τα αριστουργήματα της συμφωνικής μουσικής. Την επόμενη χρονιά παρουσίασε το «Άξιον Εστί», το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία, το οποίο περιέγραφε ως «λαϊκό ορατόριο – μετασυμφωνικό». Έμπνευσή του ήταν φυσικά η ποίηση του Ελύτη, αλλά και το δημοτικό τραγούδι, ενώ πολλά ήταν και τα νεωτεριστικά στοιχεία που πλαισίωναν το έργο.
Το 1967 το Δικτατορικό καθεστώς έθεσε εκτός νόμου τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνος τον Μάιο του 1967 γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ) και λίγους μήνες αργότερα λόγω της δράσης του συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Από το κολαστήριο της οδού Μπουμπουλίνας στις Φυλακές Αβέρωφ και από την εξορία στη Ζάτουνα Αρκαδίας στο στρατόπεδο του Ωρωπού, όλο αυτό το διάστημα ο Μίκης Θεοδωράκης συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη. Τελικώς μετά από επιδείνωση της υγείας του και την πίεση ενός κινήματος μεγάλων προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο (Λώρενς Ολιβιέ, Άρθουρ Μίλλερ, Ντιμίτρι Σστάκοβιτς, Υβ Μοντάν, κ.α) το καθεστώς τον αφήνει να φύγει το 1970 για το Παρίσι.
Μέχρι την πτώση της Δικτατορίας συνεχίζει την αντιστασιακή δράση από το εξωτερικό όπου πέρα από τις επαφές που έχει, οι συναυλίες του γίνονται βήματα διαμαρτυρίας για την κατάσταση στην Ελλάδα. Με την πτώση της δικτατορίας το 1974, επιστρέφει στην Ελλάδα συνθέτοντας πάντα μουσική και εξακολουθώντας να δίνει συναυλίες με τη Μαρία Φαραντούρη, σε Ελλάδα και εξωτερικό. Στο διάστημα ως το 1980 στρέφεται ιδιαίτερα στη σύνθεση κύκλων τραγουδιών, συνθέτοντας 22 κύκλους, ανάμεσά τους και τα «Τραγούδια του αγώνα», «Ο ήλιος και ο χρόνος», «Μυθιστόρημα», «Αρκαδίες I, II, III, IV, VIII, X, XI», «Μπαλάντες» και άλλα. Αξιομνημόνευτη είναι η σύνθεση του Canto General, ένα παγκοσμίως αγαπημένο έργο βασισμένο στο ποίημα του Πάμπλο Νερούντα, αλλά και η τριλογία του «Μαουτχάουζεν», βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Ισραήλ.
Από το 1981 ο Μίκης Θεοδωράκης μπαίνει στην τρίτη περίοδο της μουσικής του καριέρας. Παράλληλα με την παρουσία του στα βουλευτικά έδρανα, επιστρέφει στις συμφωνικές μορφές αλλά και την όπερα με την οποία δεν είχε ασχοληθεί ως τότε. Πρώτη απόπειρα ήταν η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης – Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου» (1987) ενώ την ίδια περίοδο συνθέτει έργα όπως η 3η, 4η, 7η συμφωνία, τα κατά “Σαδουκκαίων Πάθη” και το “Ρέκβιεμ”. To 1992 και με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης συνθέτει κατά παραγγελία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής τη συμφωνική-ορατοριακή σουίτα Canto Olympico, έναν ύμνο στην ελληνική αθλητική ιδέα. Η τριλογία του με τις όπερες «Μήδεια» (1990), «Ηλέκτρα» (1994) και «Αντιγόνη» (1996) ήταν αφιερωμένη στους μεγάλους Ιταλούς συνθέτες Βέρντι, Πουτσίνι και Μπελίνι, ενώ το 2001 στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας και σε παραγωγή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών παρουσίασε τη λυρική κωμωδία «Λυσιστράτη» βασισμένη στο έργο του Αριστοφάνη.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Από νωρίς στην καριέρα του ο Μίκης Θεοδωράκης άρχισε να ντύνει με τις μουσικές του και κινηματογραφικές ταινίες. Ξεκίνησε το 1953 δουλεύοντας για τρεις ταινίες: το «Ξυπόλητο Τάγμα» του Γκρέγκ Τάλλας, την «Εύα» της Μαρίας Πλυτά και το «Ο Γολγοθάς μιας Ορφανής» των Δημήτρη Δαδήρα και Σπύρου Νικολαΐδη. Το διάστημα που βρίσκεται στο Παρίσι (1954-1960) αναλαμβάνει τη μουσική για ξένες παραγωγές όπως τα «Ill Met by Moonlight», «Honeymoon» και «Faces In The Dark». Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1960 και μέχρι την έλευση της Χούντας μπαίνει όλο και περισσότερο στον κόσμο της κινηματογραφικής μουσικής είτε με πρωτότυπες συνθέσεις είτε παραχωρώντας υφιστάμενα μουσικά του έργα.
Μεταξύ των ταινιών που συμμετείχε με τη μουσική του είναι: «Συνοικία το Όνειρο» (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη, «Φαίδρα» (1961) του Ζυλ Ντασέν, «Ηλέκτρα» (1962) και «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Une Balle Au Coeur» (1964) του Ζαν Ντανιέλ Πολέτ, «Το Μπλόκο» (1964) του Άδωνι Κύρου, «Το Νησί της Αφροδίτης» (1965) του Χαρίλαου Παπαδόπουλου. Στη διάρκεια της Χούντας η μουσική του έντυσε ταινίες όπως το «Ζ» (1969) του Κώστα Γαβρά, «Τρώαδες» (1971) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Κατάσταση Πολιορκίας» (1972) του Κώστα Γαβρά και «Σέρπικο» (1973) του Σίντνεϊ Λουμέτ. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Μίκης Θεοδωράκης συνέχισε παράλληλα με τις άλλες του δραστηριότητες να δίνει μουσική για τον κινηματογράφο τόσο σε ταινίες ντοκιμαντέρ όσο και σε κάποιες ταινίες ο «Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζίμα και ο «7ος Ήλιος του Έρωτα» (2001) του Βαγγέλη Σερντάρη.
Με τη Φίνος Φιλμ συνεργάστηκε τρεις φορές, γράφοντας τη μουσική για την «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), που θεωρείται η καλύτερη μεταφορά αρχαίου δράματος στην οθόνη. Το 1976 συμμετέχει με τραγούδια του στην σπονδυλωτή ταινία «Ο Θανάσης στη Χώρα της Σφαλιάρας», ενώ χαρακτηριστική είναι επίσης η παρουσία του έργου του στο ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου «Τα Τραγούδια της Φωτιάς» (1975).
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Σημαντική ήταν η συμβολή του και στο θέατρο με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις. Ξεκίνησε με την τραγωδία του Ευριπίδη, «Φοίνισσες», που παρουσιάστηκε το 1960 στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Η επιτυχία, όμως, ήρθε με την παράσταση «Ένας όμηρος», του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά το 1962, από την οποία ξεπήδησαν τραγούδια όπως «Ήταν 18 Νοέμβρη» και «Το γελαστό παιδί». Από τα εμβληματικά έργα του υπήρξε και το μουσικοθεατρικό δράμα «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», που ανέβηκε στο Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη (1962). Το 1963 ο Θεοδωράκης συμμετείχε με τον Μάνο Χατζιδάκι στην επιθεώρηση «Μαγική Πόλη», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησε η συμμετοχή του στις παραστάσεις «Η Γειτονιά των Αγγέλων» (1963) του Ιάκωβου Καμπανέλλη, «Το Εκκρεμές» (1965) του Άλντο Νικολάι και «Μαντώ Μαυρογένους» (1974) του Γιώργου Ρούσσου.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Στην κινηματογραφική του καριέρα ο Μίκης Θεοδωράκης κατέγραψε σειρά διακρίσεων, με σπουδαιότερες τις εξής:
Το 1962 τιμήθηκε με το βραβείο Καλύτερης Μουσικής στην 3η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, για τη δουλειά του στην ταινία «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη.
Το 1965 ήταν υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Μουσικής για τη δουλειά του στην ταινία «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη. Για την ίδια ταινία ήταν επίσης υποψήφιος για βραβείο Grammy στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής γραμμένης για ταινία ή τηλεοπτική σειρά.
Το 1970 κέρδισε το βραβείο BAFTA από τη Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου στην κατηγορία Καλύτερης Κινηματογραφικής Μουσικής για την ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Το 1974 ήταν υποψήφιος για το βραβείο BAFTA από τη Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου στην κατηγορία Καλύτερης Κινηματογραφικής Μουσικής για την ταινία «Κατάσταση πολιορκίας» του Κώστα Γαβρά.
Το 1975 ήταν υποψήφιος για το βραβείο BAFTA από τη Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου στην κατηγορία Καλύτερης Κινηματογραφικής Μουσικής για την ταινία «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λουμέτ. Για την ίδια ταινία ήταν επίσης υποψήφιος για βραβείο Grammy στην κατηγορία Καλύτερης Μουσικής γραμμένης για ταινία ή τηλεοπτική σειρά.
Το 2002 τιμήθηκε στη Βόννη με το βραβείο Erich Wolfgang Korngold για τη συνολική κινηματογραφική του μουσική δημιουργία κατά το International Film Music Biennial στη Βόννη της Γερμανίας.
Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο για τη συνολική προσφορά του στην κινηματογραφική μουσική από την World Soundtrack Academy στο πλαίσιο των 7ων World Soundtrack Awards.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πάντοτε παρών στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι, αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες, είτε σαν καλλιτέχνης, είτε σαν πολιτικός. Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ίδρυσε τη «Νεολαία Λαμπράκη» και τον ίδιο χρόνο εξελέγη βουλευτής Β’ Πειραιώς με την ΕΔΑ. Το 1981 εξελέγη βουλευτής Β’ Πειραιώς με το ΚΚΕ, ενώ το 1985 επανεκλέγεται, αυτή τη φορά ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΚΚΕ. Το Νοέμβριο του 1989 και το 1990 εξελέγη μέσω του ψηφοδελτίου επικρατείας ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη Νέα Δημοκρατία. Διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (1990-1991) και υπουργός Επικρατείας (1991-1992) στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Πέραν των κινηματογραφικών διακρίσεων ο Μίκης Θεοδωράκης τιμήθηκε με σειρά βραβείων και διακρίσεων:
Το 1983 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ειρήνης «Λένιν» της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1995, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, του απένειμε τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος για την προσφορά του στην τέχνη.
Το 1996 του απονεμήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία το παράσημο του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, και το 2007 το παράσημο του Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής.
Το 1996 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον αναγόρευσε «ομοθύμως» επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και τον Μάρτιο του 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσικής της UNESCO.
Το 2013 εξελέγη από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών επίτιμο μέλος της, για τη συνολική προσφορά του στον Πολιτισμό.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο Μίκης Θεοδωράκης πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2021, σε ηλικία 96 ετών, αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητη παρακαταθήκη.
Αποφθέγματα #quotes
«Ζω όταν γράφω και όταν παίζω μουσική. Ζω επίσης όταν υπάρχουν γύρω μου έντονα γεγονότα. Όταν όμως λείψει το ένα ή το άλλο-η Μουσική είτε η Δίνη- αρχίζω να κουράζομαι, Και αν ποτέ λείψουν και τα δύο, τότε υποθέτω ότι δεν θα έχω λόγο να υπάρχω.»
«Τα όπλα του καλλιτέχνη είναι η ομορφιά που γοητεύει την ψυχή, ώστε ο κάθε άνθρωπος να ψηλώσει μέσα του και να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και δύναμη, να μη γονατίσει, να σταθεί όρθιος και να αντιμετωπίσει το τέρας ως ίσος προς ίσον. Για να γίνει τελικά πιο δυνατός από αυτό και να το νικήσει!»
«Ολόκληρη η ζωή και το έργο μου μπορούν να ερμηνευτούν και κατανοηθούν μόνο κάτω από το πρίσμα των τριών λέξεων που με γαλούχησαν: Ελλάδα, Πατρίδα, Ελευθερία».
Ταινίες με την FF