Η Φίνος Φιλμ στα Όσκαρ
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΤΗΤΕΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη | Μάρτιος 2024
Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν σε όλα όσα αφορούν τον ελληνικό κινηματογράφο ο αξέχαστος Φιλοποίμην Φίνος υπήρξε πρωτοπόρος. Ακόμα και όταν τα πράγματα γίνονταν λίγο τυχαία και λίγο ανεξάρτητα ή διαφορετικά από τον τρόπο που ο ίδιος είχε σκεφτεί, τα έφερνε η μοίρα έτσι που, λόγω της εξαιρετικής επιμονής του για την όσο το δυνατόν πιο άψογη εικόνα και ήχο των ταινιών του, τον οδηγούσαν στην πρωτοπορία...
Το 1962 ο Μιχάλης Κακογιάννης – που είχε συνεργαστεί με τον Φίνο το 1957 στο “Τελευταίο Ψέμμα”, μια ταινία που μπορεί μεν να μην είχε την εισπρακτική επιτυχία που αναμενόταν αλλά είχε καλλιτεχνική επιτυχία, κι αυτό ήταν κάτι που ειδικά ο Φίνος ήξερε πραγματικά να εκτιμά – παρουσίασε στη Φίνος Φιλμ μια τολμηρή πρόταση: να γυριστεί η “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη (και όχι του Σοφοκλή) σε ταινία. Την προηγούμενη χρονιά, το 1961, είχε προηγηθεί ο Γιώργος Τζαβέλλας, που είχε κάνει εκτός Φίνου την “Αντιγόνη” του Σοφοκλή με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παπά, μια ταινία που δεν είχε κάνει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ωστόσο είχε κάνει το γύρο του κόσμου αφού είχε πάει σε φεστιβάλ κλπ. Ο Κακογιάννης, λοιπόν, πρότεινε στο Φίνο να γυρίσει την “Ηλέκτρα” χρησιμοποιώντας ξανά την Ειρήνη Παπά και εκείνος δέχτηκε παρότι γνώριζε ήδη πως αυτό θα ήταν από μόνο του ένα παράτολμο εγχείρημα.
Η ταινία δεν στοίχισε πολλά λεφτά γιατί γυρίστηκε ασπρόμαυρη – και τότε μόνο οι έγχρωμες είχαν ένα κόστος απαγορευτικό. Έτσι, ο Φίνος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει στο μέγιστο δυνατό την εξελιγμένη – για τα δεδομένα της χώρας μας – τεχνική του υποδομή με στόχο να κάνει την ταινία τουλάχιστον άψογη. Για χρόνια μετά θυμόντουσαν στην Φίνος Φιλμ τον τρόπο που ο Φίνος μ’ ένα τόσο δα μικρό φωτάκι είχε καταφέρει να αποδώσει όλη τη μαγική ατμόσφαιρα της αρχαίας τραγωδίας που ζητούσε ο Κακογιάννης για την ταινία του. Όχι ότι στη Φίνος Φιλμ δεν είχαν αρκετούς ή τους κατάλληλους προβολείς – τους είχαν και με το παραπάνω – αλλά γιατί ο ίδιος ο Φίνος θεώρησε ότι αυτό ήταν αρκετό. Και φυσικά είχε δίκιο...
Παρόλο που ο Κακογιάννης επέμενε πάντα πως δεν πήρε την Παπά στην ταινία λόγω της “Αντιγόνης” του Τζαβέλλα και η Παπά δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο στο παρελθόν, εδώ παρουσιάστηκε εντελώς διαφορετική από ότι κανείς θα την περίμενε: με κοντά και άτσαλα κομμένα μαλλιά και μια εικόνα πραγματικά αλλιώτικη από αυτή που έχει ο περισσότερος κόσμος στο μυαλό του.
Δίπλα της, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, η Αλέκα Κατσέλη, ήδη πρωταγωνίστρια του Εθνικού στην αρχαία τραγωδία, την οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Ντασέν στο “Ποτέ την Κυριακή” για να παίξει τη Μήδεια στο Ηρώδειο – αφού αρχικά είχε αρνηθεί την πρόταση η Άννα Συνοδινού.
Η ταινία πάντως ολοκληρώθηκε και πήγε όπως ήταν φυσικό στο Φεστιβάλ των Καννών, στο οποίο ο Κακογιάννης ήταν ήδη γνωστός και την υποδέχτηκαν με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό όλοι αλλά -όπως έλεγε πάντα ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης- στην επιτροπή εκείνη τη χρονιά ήταν ο Φρανσουά Τριφό, με τον οποίον δεν είχαν καθόλου καθόλου καλές σχέσεις, γιατί μια από τις προηγούμενες χρονιές που ο Κακογιάννης ήταν στην επιτροπή και λάμβανε μέρος με ταινία του ο Τριφό, πίστευε ότι εκείνος έφταιγε που δεν πήρε το βραβείο η ταινία του κι έτσι αρνήθηκε πεισματικά να δοθεί το βραβείο στον Κακογιάννη.
Όμως επειδή η “Ηλέκτρα” είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση δεν μπορούσε να αποκλειστεί από τα βραβεία και γι’ αυτό επινοήθηκε ένα βραβείο που μέχρι τότε δεν είχε δοθεί σε κανέναν – και δεν ξαναδόθηκε ποτέ σε κανέναν αν θυμάμαι καλά – το βραβείο “Καλύτερης Μεταφοράς Θεατρικού Έργου στο Σινεμά”.
Ως εδώ καλά, όμως ξαφνικά στην τελετή απονομής η “Ηλέκτρα” βρέθηκε να παραλαμβάνει κι ένα δεύτερο βραβείο για την “Καλύτερη Ηχητική Επένδυση” της. Εδώ ακριβώς ήταν που έγινε και η μεγάλη “παρεξήγηση” καθώς φανατικοί θαυμαστές του Μίκη Θεοδωράκη μετέφρασαν λαθεμένα τον τίτλο του βραβείου ο οποίος – εδώ που τα λέμε – εύκολα θα μπορούσε να παρερμηνευτεί και πίστεψαν ότι είχε πάρει το βραβείο “Καλύτερης Μουσικής για Ταινία” διαδίδοντας το ως έτσι. Μάλιστα ο Μάνος Χατζιδάκις, που εκείνη τη χρονιά ανέβαζε την “Οδό Ονείρων” σατίρισε κωμικά το “λάθος” όμως ο Φίνος, θέλοντας να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, οργάνωσε για αυτή τη διάκριση μια μίνι δεξίωση στα γραφεία της Φίνος Φιλμ στην οποία παραβρέθηκαν όλα τα στελέχη της εταιρείας ενώ ακόμα και στα επίκαιρα που εκείνη την εποχή προβάλλονταν πριν από τις κανονικές ταινίες προβλήθηκαν κομμάτια από εκείνη τη δεξίωση.
Σκεφτείτε πόσο πραγματικά εντυπωσιακό ήταν για μια ελληνική ταινία να λαμβάνει μέρος σε ένα από τα σημαντικότερα φεστιβάλ στο χώρο του κινηματογράφου και να διαγωνίζεται τόσο με παραγωγές του Χόλυγουντ αλλά όσο και με ταινίες από τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης. Ήδη η “Ηλέκτρα” ήταν ένας θρίαμβος και μάλιστα ένας προσωπικός θρίαμβος του Φιλοποίμενος Φίνου, όχι μόνο ως παραγωγού αλλά και ως τεχνικού. Όμως η μοίρα το έφερε ξαφνικά και η Ηλέκτρα δεν έμεινε εκεί αλλά πήγε ακόμα παραπέρα... Από το 1949 και με αφορμή το αριστούργημα του Ιταλού Βιτόριο Ντε Σίκα “Ο Κλέφτης Ποδηλάτων” αποφασίστηκε να δίνεται κάθε χρόνο ένα Όσκαρ σε μια ξενόγλωσση ταινία – στην οποία δε μιλάνε αγγλικά – και έκτοτε κάθε χώρα είχε τη δυνατότητα να προτείνει την καλύτερη γι’ αυτήν ταινία σε αυτήν την κατηγορία. Η Ελλάδα, στην οποία το κράτος ουδέποτε ενδιαφέρθηκε για το σινεμά μέχρι τότε και φυσικά δεν είχε στείλει ποτέ υποψηφιότητα για ξενόγλωσση ταινία – δεν είχε στείλει καν το “Ποτέ την Κυριακή” το 1960 που θα είχε πάρει σίγουρα το βραβείο – αποφάσισε για πρώτη φορά να στείλει την “Ηλέκτρα”.
Το πως έγινε αυτό είναι πραγματικά απίστευτο γιατί τότε ακόμα τα Όσκαρ δεν ήταν τόσο δημοφιλή όπως είναι σήμερα.Τα ήξερε όμως και αντιλαμβανόταν την αξία τους η Ελένη Βλάχου, μεγάλη εκδότρια εφημερίδων, περιοδικών της εποχής αλλά και κριτικός κινηματογράφου που είχε μεγάλη δύναμη στα χέρια της και ήταν φίλη και θαυμάστρια του Μιχάλη Κακογιάννη, η οποία αφού είχε δει την “Ηλέκτρα” ανέβηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο οποίο η ταινία ήταν υποψήφια και χωρίς η ίδια να είναι μέλος στην κριτική επιτροπή σχεδόν τους επέβαλε να σαρώσει η “Ηλέκτρα” τα βραβεία. Όταν μάλιστα γύριζε στην Αθήνα, πήρε τηλέφωνο τον υπουργό Βιομηχανίας (στον οποίον τότε υπαγόταν ο ελληνικός κινηματογράφος) και σχεδόν του επέβαλε να στείλει την “Ηλέκτρα” ως επίσημη υποψηφιότητα για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Αυτός φυσικά το έκανε και η ταινία – ω του θαύματος – βρέθηκε στις πέντε υποψήφιες με την Ελλάδα να φτάνει πρώτη φορά ως εκεί. Το θέμα δεν είναι μόνο να έχεις τη δύναμη αλλά να ξέρεις και να τη χρησιμοποιείς. Τελικά το Όσκαρ του 1962 πήγε στη Γαλλία με το “Les Dimanches de Ville d'Avray” του Σερζ Μπουργκινιόν, αλλά ο Μιχάλης Κακογιάννης και η Φίνος Φίλμ, δηλαδή ο Φιλοποίμην Φίνος, απέκτησαν άλλη μια πρωτιά για την Ελλάδα και για τον ελληνικό κινηματογράφο, ενώ η “Ηλέκτρα” συνέχιζε να αποθεώνεται από κοινό και κριτικούς ανά τον κόσμο.
Δυο χρόνια μετά την “Ηλέκτρα”, όταν επετεύχθη – για μικρό όμως χρονικό διάστημα – η περίφημη σύμπραξη των δύο μεγάλων κινηματογραφικών εταιρειών της χώρας, δηλαδή της Φίνος Φιλμ και της Δαμασκηνός–Μιχαηλίδης, ανάμεσα σε άλλες ταινίες που πρόλαβαν να γυρίσουν ως συμπαραγωγές ήταν και “Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο” σε σενάριο του Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη.
Το σενάριο είχε ως βάση από τη μια την προσωπικότητα του μεγάλου “επαναστάτη” Μαρίνου Αντύπα, που στις αρχές του 20ου αιώνα πάλεψε για να διανεμηθούν οι μεγάλες εκτάσεις που ανήκαν στους τσιφλικάδες του Θεσσαλικού κάμπου και στους κολίγους που ζούσαν μέσα στην εξαθλίωση και από την άλλη την ιστορία του Κάιν και του Άβελ από τη Βίβλο. Στην ιστορία των δύο αδελφών, του καλού και του κακού είχαν σκεφτεί καταρχήν να παίξουν τους ρόλους ο Νίκος Κούρκουλος και ο Γιώργος Φούντας αντίστοιχα, ενώ το ρόλο του πατέρα τους ο Μάνος Κατράκης.
Όμως ο Φούντας λόγω άλλων υποχρεώσεων δεν μπορούσε να πάρει το ρόλο οπότε ο Βασίλης Γεωργιάδης είχε την έμπνευση και θυμήθηκε τον Γιάννη Βόγλη, που δεν είχε κάνει ακόμα το όνομα που έκανε τα κατοπινά χρόνια, κι έψαξε να τον βρει. Όμως ο Βόγλης δεν ήταν στην Ελλάδα, τον βρήκανε στη Σκωτία όπου είχε πάει εξαιτίας του έρωτά του με μια Εγγλέζα την οποία κατόπιν και παντρεύτηκε. Του είπαν να έρθει αμέσως πίσω κι εκείνος έκανε όλη τη διαδρομή με το αυτοκίνητό του από τη Μεγάλη Βρετανία στην Ελλάδα και φυσικά έπαιξε το ρόλο.
Η ταινία γυρίστηκε καλοκαίρι στο Θεσσαλικό κάμπο επί πέντε μήνες με 40°C βαθμούς υπό σκιά με εκπληκτικό καστ, στο οποίο εκτός από τον Βόγλη, τον Κούρκουλο και τον Κατράκη ήταν η Μαίρη Χρονοπούλου, ο Φαίδων Γεωργίτσης, η Ζέτα Αποστόλου κ.ά., ενώ ο Μίμης Πλέσσας έγραψε εκτός από τη θαυμάσια μουσική της και το τραγούδι “Αητός και Παλικάρι”, που τραγούδησε ο Νίκος Κούρκουλος στην κηδεία του Μαρίνου Αντύπα.
Ο Φίνος ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα, ωστόσο – για άλλη μια φορά – έκανε κάτι από αυτά που τον χαρακτήριζαν, έστειλε τον Γεωργιάδη και ολόκληρο το συνεργείο πίσω – κάτι που στοίχισε πολλά λεφτά εκείνη την εποχή – για να ξαναγυρίσει ένα πλάνο στο οποίο κατά λάθος ακουγόταν ένα τζιτζίκι. Όταν ο Γεωργιάδης του αντέτεινε πως θα μπορούσαν απλά να σβήσουν με playback το συγκεκριμένο ήχο, ο Φίνος το ίδιο απλά απάντησε: “Στις ταινίες της Φίνος Φιλμ δεν υπάρχει playback παρά μόνο ζωντανός ήχος”. Η ταινία έκανε τεράστια εμπορική επιτυχία κόβοντας 588.101 εισιτήρια μόνο στην Αθήνα κι έτσι οι ίδιοι οι παραγωγοί προσπάθησαν και κατάφεραν να στείλουν την ταινία ως υποψήφια για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας του 1965 στην Αμερική, πράγμα που έγινε, και με αυτόν τον τρόπο για δεύτερη φορά το σήμα της Φίνος Φιλμ βρέθηκε ανάμεσα στις πέντε υποψήφιες ταινίες στην απονομή που έγινε το 1966. Μαλιστα για την προώθηση της ταινίας είχαν στείλει τη Μαίρη Χρονοπούλου στη Νέα Υόρκη για την εκεί πρεμιέρα της. Τελικά το Όσκαρ το πήρε η Τσεχοσλοβακία με το “Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού” των Γιαν Καντάρ και Έλμαρ Κλος.
Αξίζει να σημειώσουμε εδώ πως για τον Βασίλη Γεωργιάδη ήταν η δεύτερη φορά που μια ταινία του έφτανε στις υποψηφιότητες για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας. Είχε προηγηθεί το 1963, ένα χρόνο μετά την “Ηλέκτρα” η υποψηφιότητα της ταινίας “Τα Κόκκινα Φανάρια” της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης η οποία, συμπεριλαμβάνοντας στο καστ το Γιώργο Φούντα και τη Δέσπω Διαμαντίδου προσπάθησε να φτιάξει ένα πιο δραματικό “Ποτέ την Κυριακή”. Δεν πήρε βέβαια το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας γιατί βρέθηκε να είναι συνυποψήφια ενός από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα όλων των εποχών, του “8 1/2” του Φεντερίκο Φελίνι. Πάντως με “Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο” ο Γεωργιάδης ήταν ο πρώτος Έλληνας σκηνοθέτης που δύο ταινίες του σε μόλις 3 χρόνια ήταν υποψήφιες στην ίδια κατηγορία. Θα τον ισοφάριζε ο Κακογιάννης το 1978 με την “Ιφιγένεια” όπου το ‘Οσκαρ όμως κέρδισε η “Madame Rosa” από τη Γαλλία.
Αυτό ήταν και το ξεκίνημα των ελληνικών ταινιών –και όχι των Ελλήνων- στα βραβεία Όσκαρ όπου και εκεί η Φίνος Φιλμ υπήρξε πρωτοπόρος. Όλα αυτά με αφορμή τις φετινές πολλές υποψηφιότητες της καινούργιας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου “Poor Things”, που δεν είναι ελληνική βέβαια παραγωγή αλλά πάντα είναι πολύ τιμητικό να βρίσκεται ένας Έλληνας ανάμεσα στους υποψηφίους για Όσκαρ. Για την ιστορία αξίζει να αναφέρουμε ότι οι δύο πρώτοι Έλληνες που τιμήθηκαν με Όσκαρ ήταν ο ελληνικής καταγωγής Hermes Pan (Ερμής Παναγιωτόπουλος), o προσωπικός χορογράφος του Φρεντ Αστέρ, που κέρδισε το 1937 το τελευταίο Όσκαρ Χορογραφίας για την ταινία “Μια Δεσποινίς σε Κίνδυνο” και η μοναδική Κατίνα Παξινού, που το 1943 πήρε το Όσκαρ Καλύτερου Β’ Γυναικείου Ρόλου στην ταινία “Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα”...
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση του “Zorbas the Greek” του 1965. το οποίο έδωσε τρεις υποψηφιότητες προσωπικά στον Μιχάλη Κακογιάννη, την πρώτη στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας, τη δεύτερη στην Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Σεναρίου Διασκευασμένο από άλλο Μέσο. Τελικά ο Ζορμπάς κέρδισε τρία Όσκαρ: του Β’ Γυναικείου Ρόλου με την Lila Kedrova, της Καλύτερης (Ασπρόμαυρης) Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης με το Βασίλη Φωτόπουλο και της Καλύτερης (Ασπρόμαυρης) Φωτογραφίας με τον Walter Lassally, ο οποίος, εφόσον είχε περάσει για κάποια χρόνια από τη Φίνος Φιλμ, πάντα μιλούσε με θαυμασμό τόσο για τον ίδιο το Φίνο όσο και για τους τεχνικούς του. Η ταινία ήταν μια παραγωγή της 20th Century Fox και ο ίδιος ο Κακογιάννης έλεγε:
“Δε θα μπορούσα να πάω αυτή την ταινία στη Φίνος Φιλμ γιατί ήταν μια τεράστια παραγωγή, όμως και για την ταινία αυτή, όπως και για όλες όσες γύρισα στη Ελλάδα όσο ζούσε ο Φίνος, χρησιμοποιούσα πάντα τα συνεργεία και τους τεχνικούς του που δεν ήταν απλώς οι καλύτεροι στην Ελλάδα αλλά και από τους καλύτερους διεθνώς εκείνη την εποχή.”