Άννα Καλουτά

Γέννηση: 29 Σεπτεμβρίου 1918
Θάνατος : 17 Απριλίου 2010
Ιδιότητα: Ηθοποιός
Ταινίες με FF: 1

finos-film-inline-logo
Αφιερώματα #remembering (1)

ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ #1
play-sharp-fill

ΑΝΝΑ ΚΑΛΟΥΤΑ #1

Αδιαμφισβήτητη «Βασίλισσα της Επιθεώρησης» με μπρίο, τσαγανό και ζωντάνια που δεν θάμπωσαν στα εξήντα και πλέον χρόνια τις καριέρας της, η Άννα Καλουτά ήταν η τελευταία από τους «μεγάλους» του μουσικού θεάτρου. Μια χειμαρρώδης πρέσβειρα του είδους που τάχθηκε ψυχή τε και σώματι στην υποκριτική τέχνη διαθέτοντας αυτό το «κάτι», πέρα από το αναμφισβήτητο ταλέντο της.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του ηθοποιού μπουλουκιών (και γόη της εποχής) Στέφανου Καλουτά και της Κατίνας Γερακουλαίου. Βαπτίστηκε Ειρήνη, όμως όλοι τη φώναζαν Άννα λόγω της ομοιότητας με τη γιαγιά της. Το 1919 με την Άννα σε ηλικία μόλις ενός έτους (και την αδελφή της Μαρία τριών ετών) η οικογένεια φεύγει για την Μικρά Ασία, ακολουθώντας τον πατέρα που επιστρατεύεται για τη Σμύρνη. Μετά την πτώση του μετώπου και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, η Κατίνα επιστρέφει μόνο με την Άννα στην Αθήνα. Στη διάρκεια της υποχώρησης ο Στέφανος Καλουτάς πιάνεται αιχμάλωτος και χάνονται τα ίχνη του, όπως και τα ίχνη της μικρής Μαρίας (η οποία θα βρεθεί μερικούς μήνες αργότερα σε οικογένεια στη Χίο).

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, η νεαρή γυναίκα προσπαθεί μόνη να επιβιώσει με τα δύο κορίτσια της. Ακόμα κι όταν ο σύζυγός της επιστρέφει ζωντανός στην Αθήνα, δεν έχει πια θέση στην οικογένεια. Από το προσωπικό τους δράμα συγκινείται η Μαρίκα Κοτοπούλη και ο Μήτσος Μυράτ που αναλαμβάνουν να τους στηρίξουν με έμπρακτο τρόπο. Η Κατίνα βοηθά στο θέατρο της Κοτοπούλη και ενίοτε κάνει κάποιους μικρούς ρόλους για το μεροκάματο και η Άννα περνά αρκετό χρόνο στα παρασκήνια με του θεατρικού κόσμου. Δεν θα αργήσει να περάσει μπροστά από τα φώτα της ράμπας, τα οποία δεν θα εγκαταλείψει ποτέ. Ακόμα και παράλληλα με τη φοίτησή της στην Ιόνιο Σχολή Θηλέων.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τη θεατρική περίοδο 1925-26, η Μαρίκα Κοτοπούλη αποφάσισε να ανεβάσει τη “Στοργή” του Μπατάιγ. Στο έργο υπάρχουν δύο μικροί ρόλοι παιδιών (ο γιός και η κόρη του ρόλου που έπαιζε η ίδια), που έπρεπε στην πιο δραματική σκηνή να πουν δύο φράσεις. Και τότε διάλεξε τα Καλουτάκια, την 9χρονη Μαρία για το ρόλο της Κολέτ και την 7χρονη Άννα, για το ρόλο του Ζακ. Κι έτσι πήραν το βάπτισμα του πυρός στο θεατρικό σανίδι. Τα παιδιά- θαύματα θα εξελιχθούν σε χαριτωμένες δεσποινίδες, σε ωραίες νεαρές κυρίες και τελικά σε γοητευτικές γυναίκες. Συνεχίζουν να γοητεύουν το κοινό παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας, ενώ η Άννα συχνά κάνει και καθήκοντα χορογράφου. Από το Βαριετέ του Αττίκ θα περάσουν για επτά χρόνια στο θέατρο «Μακέδο» και στη συνέχεια για άλλα δύο στο θέατρο «Σαμαρτζή».

Στο διάστημα αυτό η Άννα Καλουτά συμμετείχε σε επιθεωρήσεις των γνωστότερων επιθεωρησιογράφων, σε οπερέτες («Γλυκιά Νανά», «Διαβολόπαιδο», «Βαφτιστικός», «Μοντέρνα κορίτσια» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, «Γυναίκα του Δρόμου», «Απάχηδες των Αθηνών», «Οι Πειρατές» του Νίκου Χατζηαποστόλου, «Νυχτερίδα» του Γιόχαν Στράους), σε μουσικές κωμωδίες («Μ’ αγαπά δεν μ’ αγαπά» των Γιανουκάκη – Ριτσιάρδη), σε ηθογραφίες («Το Φυντανάκι» του Χορν), σε πρόζα («Το Πανηγύρι» του Χορν), και σε κωμειδύλλια («Αγαπητικός της Βοσκοπούλας», «Γκόλφω», «Μαρία Πενταγιώτισσα»).

Όμως η καριέρα της θα απογειωθεί όταν το 1940 με το ξέσπασμα του Ελληνοιταλικού πολέμου κλέβει την παράσταση στις πολεμικές επιθεωρήσεις, αναβιώνοντας το Ευζωνάκι (ένα παλιό νούμερο από τα Πολεμικά Παναθήναια του 1912) αλλά και παίζοντας τον τύπο της καπάτσας Σμυρνιάς. Το 1941 μαζί με την αδελφή της, αποφάσισαν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να ηγηθούν δικών τους θιάσων. Καταπιάστηκαν επιτυχώς με το δύσκολο είδος της επιθεώρησης, με οπερέτες και με το μουσικό θέατρο και συνεργάστηκαν με ηθοποιούς όπως ο Ορέστης Μακρής, ο Κυριάκος Μαυρέας, ο Μάνος Φιλιππίδης, ο Μίμης Κοκκίνης, και ο Κούλης Στολίγκας.

Το 1952 γίνονται συνθιασάρχες με τον Ν. Σταυρίδη, σε μια εποχή που οι αδελφές Καλουτά ανοίγουν τα φτερά τους και για το εξωτερικό. Επί δεκαπέντε χρόνια έκαναν περιοδείες ανά τον κόσμο απευθυνόμενες στο διεθνές κοινό και όχι μόνο στους κατά τόπους Έλληνες ομογενείς. Αρχικά στο Παρίσι (Salle de Gaveau), μετά Νότια Αφρική, Ν. Ζηλανδία, Νέα Υόρκη (Κάρνεγκι Χολ), Σικάγο, Ντιτρόιτ και Λονδίνο (Palace Theatre). Θα φτάσουν να συνεργαστούν με τον Μορίς Σεβαλιέ, την Ιμα Σουμάκ, την Μιστενγκέτ, τον Τίνο Ρόσι, την Λίλιαν Χάρβεϊ, ενώ στα ενδιάμεσα των ταξιδιών τους επανέρχονται για εμφανίσεις στην Αθήνα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 οι δύο αδελφές, καταξιωμένες πλέον, έβαλαν όλες τις οικονομίες τους για να δημιουργήσουν το δικό τους χώρο, το εντυπωσιακό θέατρο «Άννα – Μαρία Καλουτά» που εγκαινιάστηκε το 1961 στην πλατεία Κολιάτσου. Εκεί ανεβάζουν, μεταξύ άλλων, διασκευασμένη και την αριστοφανική «Λυσιστράτη» το 1963. Έκαναν δικές τους παραγωγές και συνεργάστηκαν με ηθοποιούς όπως η Ρένα Ντορ, ο Αλέκος Λειβαδίτης, ο Τάκης Μηλιάδης και η Μπέττυ Μοσχονά. Δεν κατάφεραν όμως να σημειώσουν επιτυχίες και η οικονομική καταστροφή τους τις οδήγησε να πουλήσουν το θέατρο, έχοντας συνάψει μια συμφωνία που θα τους επέτρεπε να το εκμεταλλεύονται για αρκετά ακόμα χρόνια.

Κι αν η Μαρία μετά τον γάμο της αποσύρεται από την ενεργό δράση το 1967, η Άννα συνέχισε ακάθεκτη με περιοδείες και συμμετοχές σε θεατρικές παραστάσεις ως και τη δεκαετία του ’80. Η τελευταία θεατρική παράσταση που συμμετείχε ήταν τη θεατρική περίοδο 1993-1994, όμως παρέμεινε ενεργή στο βαθμό που το επέτρεπε η ηλικία της. Κάπως έτσι το 2008 ανέβηκε για τελευταία φορά στην σκηνή στο πλαίσιο της επιθεώρησης του Σταμάτη Κραουνάκη με τίτλο «Χ-Σκηνής, Αυτά που κάψαν το σανίδι», όπου τραγούδησε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού το θρυλικό «Ευζωνάκι».

Τηλεοπτικά είχε ελάχιστες παρουσίες, κυρίως με μια σειρά δεκάλεπτων κωμικών εκπομπών για την ΕΡΤ με τίτλο «Η Πανταχού Παρούσα» και κάποιες guest εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές (χαρακτηριστικότερη ίσως η συμμετοχή της στον Αστυνόμο Θανάση Παπαθανάση με τον Θανάση Βέγγο που έγραφε και σκηνοθετούσε ο Γιώργος Λαζαρίδης, με τον οποίο είχε βαθιά φιλία που ξεκίνησε από τα χρόνια της συνεργασίας τους στο θέατρο Καλουτά).

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε μαζί με την αδελφή της το 1937 στο «Δόκτωρ Επαμεινώνδας», μια ταινία γυρισμένη στα στούντιο του Καΐρου (και πλέον χαμένη), με την ευκαιρία της επίσκεψης του θιάσου των Οικονόμου-Καλουτά στην Αίγυπτο. Εκεί γυρίστηκαν δύο ακόμα ταινίες με τις αδελφές Καλουτά («Όταν ο Σύζυγος Ταξιδεύη» το 1937 και «Καπετάν Σκορπιός» το 1938) πριν επιστρέψουν στο θέατρο και τις περιοδείες.

Στην Φίνος Φιλμ γύρισε μόνο μια ταινία, το «Εκείνες που δεν πρέπει να Αγαπούν» (1951), όπου ο μύθος της, με την ομορφιά, τη γοητεία και τη λάμψη, απαθανατίστηκε ανέπαφος στο σελιλόιντ για τις επόμενες γενιές. Μεταξύ των περιορισμένων κινηματογραφικών της εμφανίσεων ίσως η πιο αξιομνημόνευτη ήταν στο «Καλώς Ήρθε Το Δολλάριο» (1967) του Αλέκου Σακελλάριου, στον χαρακτηριστικό ρόλο της μαντάμ Φούλης. Αξίζει να σημειωθεί και η εμφάνισή της στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ελευθέριος Βενιζέλος» (1980), όπου ενσάρκωσε το νούμερο Φανταράκι από τις επιθεωρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Εκτός από την καριέρα της σε κινηματογράφο και θέατρο, η Άννα Καλουτά άφησε το αποτύπωμα της και στη δισκογραφία, ηχογραφώντας πολλούς δίσκους με την αδελφή της («Μ΄ αγαπά δεν μ΄ αγαπά», «Γερακίνα», «Οι κερασιές», «Η βροχή» κ.α.).

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ

Η Άννα Καλουτά δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε απέκτησε παιδί. Η ίδια ανέφερε συχνά «παντρεύτηκα όχι άντρα, αλλά το θέατρο». Παρόλα αυτά είχε αποκαλύψει πως έφτασε τρεις φορές κοντά στο γάμο, με τον μεταξοβιομήχανο Γιώργο Ναθαναήλ, με τον ηθοποιό Λάμπρο Κωνσταντάρα και με ένα τρίτο άνδρα που δεν ονομάτισε ποτέ.

ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ

Το 2003, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος για την προσφορά της στην τέχνη.

Υπήρξε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και τιμήθηκε για τη συνολική ερμηνευτική και πνευματική της συνεισφορά και τη διαδρομή της στο θέατρο, κατά την Ημέρα του Ηθοποιού το 2003 σε εκδήλωση που έγινε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Τιμήθηκε από το Δήμο Αθηναίων, ο οποίος έδωσε το όνομα «Άννα και Μαρία Καλουτά» στον δημοτικό πολυχώρο εκδηλώσεων του Νέου Κόσμου.

Τιμητικές διακρίσεις έλαβε και από τις κατά τόπους Ελληνικές πρεσβείες στο πλαίσιο των περιοδειών της ανά τον κόσμο, ενώ έλαβε και στρατιωτικές μνείες για την ψυχαγωγία του Στρατού.

ΘΑΝΑΤΟΣ

Η Άννα Καλουτά πέθανε σε ηλικία 91 ετών στις 17 Απριλίου του 2010, μετά από ολιγόμηνη επιδείνωση της υγείας της.

 

finos-film-inline-logo
Αποφθέγματα #quotes

«Γυρίσαμε τον κόσμο, είδαμε δόξες, τιμές, είδαμε πίκρες και ύστερα απ’ όλα αυτά ιδού: ενώπιος ενωπίω»
«Αν ξαναγεννιόμουνα πάλι θεατρίνα θα γενόμουνα»
«Για μένα το θέατρο λειτούργησε καταλυτικά. Κύλησε στο αίμα μου. Έγινε ένα με το είναι μου και την ύπαρξή μου. Θυσίασα τα πάντα γι’ αυτό. Παιδικά παιχνίδια, νεανικές τρέλες και προσωπικές ευτυχισμένες στιγμές. Όλα για το σανίδι! Για το χειροκρότημα!… Εμένα η οικογένειά μου υπήρξε το θέατρο και παιδιά μου οι ρόλοι μου»

finos-film-inline-logo
Ταινίες με την FF