Αφιερώματα #remembering (1)
Δυναμική, έντονη και επιβλητική αλλά ταυτόχρονα τρυφερή και σεμνή ηθοποιός. Άφησε εποχή με τη σπάνια υποκριτική της δύναμη σε μια θεατρική πορεία που κάλυψε έξι και πλέον δεκαετίες, αλλά και με σπουδαίους ρόλους στην μικρή κινηματογραφική της παρουσία.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1885 και μεγάλωσε σε καλλιτεχνική οικογένεια μαζί με άλλα πέντε αδέλφια. Οι γονείς της, ο Παντελής Ρούσος και η Ελπινίκη Ρούσου ήταν ηθοποιοί και μεταλαμπάδευσαν την αγάπη για την υποκριτική τέχνη και στα παιδιά τους. Καριέρα ως ηθοποιοί έκαναν ο Μανώλης, ο Γιάννης, η Ευαγγελία, η Ανθή και η Χριστίνα. Ο τρίτος γιός της οικογένειας, ο Μύρωνας Ρούσσος ήταν ικανότατος θεατρικός υποβολέας της εποχής.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Ως παιδί ηθοποιών εμφανίστηκε στο θέατρο από πολύ μικρή ηλικία, παίζοντας ρόλους νεανικών χαρακτήρων. Έτσι βρίσκουμε αναφορές για συμμετοχή της το 1893 σε ηλικία 8 ετών στο ρόλο της Εύα Μοράλες σε ανέβασμα της παράστασης «Πειρατάς» (Les pirates de la Savane) από το θίασο «Μένανδρος» του Διονύση Ταβουλάρη. Επισήμως πρωτοεμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών όταν συμμετείχε στο ανέβασμα από τον ίδιο θίασο της δημοφιλούς εκείνη την περίοδο παράστασης «Αι δύο Ορφαναί» σε θέατρο της Κωνσταντινούπολης.
Ήδη από το 1905 τη συναντάμε να αναλαμβάνει κεντρικούς ρόλους και στα επόμενα δέκα χρόνια εξελίσσεται σε πρωταγωνίστρια. Στο διάστημα αυτό εμφανίζεται σε παραστάσεις όπως ο «Οθέλλος» του Σαίξπηρ (1907), «Μιχαήλ Στρογκόφ» (1907) «Μονάκριβη» του Ξενόπουλου (θεατρική περίοδος 1913-1914) δίπλα στην Κυβέλη, αλλά και στο πρώτο ανέβασμα θεατρικού έργου του Πιραντέλλο στην Ελλάδα («Η Μέγγενη») από τον Τηλέμαχο Λεπενιώτη το 1914. Από το 1915 έως το 1922 συνέστησε και η ίδια θιάσους και ταξίδεψε δίνοντας παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο. Το άστρο της Χριστίνας Καλογερίκου σιγά σιγά «έσβησε» στα τέλη της δεκαετίας του 1920 κι εκείνη πήρε την απόφαση να αποσυρθεί από την υποκριτική. Τη συναντάμε όμως να εμφανίζεται το 1927 στο ανέβασμα του Προμηθέα Δεσμώτη (που κινηματογραφήθηκε από τους αδελφούς Γαζιάδη) στην έναρξη των Δελφικών Εορτών που οργάνωσε ο Άγγελος Σικελιανός και η σύζυγός του Ρέα.
Μετά από μακρά απουσία, επιστρέφει το 1939 όταν εντάσσεται μαζί με τον Περικλή Γαβριηλίδη, τον Χριστόφορο Νέζερ, τη Μερόπη Ροζάν και αρκετούς ακόμα σημαντικούς ηθοποιούς στον βραχύβιο αλλά πρωτοποριακό θίασο Άρμα Θέσπιδος υπό τον Πέλο Κατσέλη. Εκεί πια άρχισε να υποδύεται δραματικούς ρόλους μεγαλύτερων γυναικών και να βρίσκει μια νέα κατεύθυνση στο σανίδι. Έχοντας επανακάμψει από τη λησμονιά ανοίγει ένα δεύτερο κεφάλαιο στην καριέρα της, με ακόμα πιο σπουδαίες ερμηνείες και στη διάρκεια της Κατοχής δουλεύει στο Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης.
Το 1954 αποδεικνύεται μια σπουδαία χρονιά για την Χριστίνα Καλογερίκου όταν παίζει με την Κυβέλη (στο θίασο Λαμπέτη – Παππά – Χορν) το «Μια Γυναίκα Χωρίς Σημασία». Τον Αύγουστο κλέβει την παράσταση ως παραμάνα στο ανέβασμα του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ και η κορύφωση έρχεται το Νοέμβριο του 1954 όταν συγκλονίζει στο ρόλο της τρελής μάνας στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Λόρκα, που ανεβάζει μαζί με την Κατίνα Παξινού. Από το 1955 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου όπου ανέλαβε 17 ρόλους κλασσικού ρεπερτορίου. Η ίδια αγαπούσε ιδιαίτερα το ρόλο της ηγουμένης στο έργο του Διονυσίου Ρώμα «Το Ζαμπελάκι» που ανέβηκε το 1957. Συνέχισε με το Εθνικό Θέατρο ως το 1965 οπότε και αποσύρθηκε οριστικά, μετά από συμμετοχή σε 17 παραστάσεις με τελευταία το «Η Μπόρα» του Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς Οστρόφσκι.
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η Χριστίνα Καλογερίκου συμμετείχε (με το πατρικό της επώνυμο) στα γυρίσματα μιας από τις πρώτες (βωβές) ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου. Πρόκειται για την ταινία «Ο Ανήφορος του Γολγοθά» (1917) του Δήμου Βρατσάνου η οποία φιλοδοξούσε να μεταφέρει στο πανί το Θείο Δράμα, με τη Χριστίνα Καλογερίκου (Ρούσσου) στο ρόλο της Μαρίας Μαγδαληνής. Όμως τα γυρίσματα διακόπηκαν απρόοπτα και το υλικό που είχε γυριστεί μονταρίστηκε αργότερα σε μια εκδοχή που προβλήθηκε με τίτλο «Τα πάθη του Χριστού».
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 35 χρόνια και να ανοίξει το δεύτερο κεφάλαιο στην καριέρα της, για να επιστρέψει στον κινηματογράφο, με τέσσερις ταινίες σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ. Πρώτα στην ταινία του Φρίξου Ηλιάδη «Νεκρή Πολιτεία» (1951), για να ακολουθήσει το 1954 η ταινία «Ο Δρόμος με τις Ακακίες» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου και το 1955 στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Ντίνου Δημόπουλου. Την ίδια χρονιά διακρίθηκε για την εξαιρετική της ερμηνεία στο ρόλο της μητέρας του Μίλτου (Γιώργος Φούντας) στη «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1957 ακολούθησε ίσως ο κορυφαίος ρόλος της σύντομης κινηματογραφικής της καριέρας, αυτός της ξεπεσμένης αρχόντισσας στην ταινία «Το Αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου. Το 1958 ερμήνευσε το ρόλο της ηγουμένης στην ταινία «Μακρυά απ’ τον Κόσμο» του Ορέστη Λάσκου που ήταν και η τελευταία κινηματογραφική της εμφάνιση.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Έκανε τρεις γάμους, όλους με συναδέλφους της ηθοποιούς: με τον Νικόλαο Κουκούλα, με τον Πάνο Καλογερίκο και τον Μάριο Παλαιολόγο. Μετά τη διάλυση και του τρίτου της γάμου το 1927 επέλεξε το επίθετο Καλογερίκου το οποίο διατήρησε για την υπόλοιπη ζωή της.
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Για τη σημαντική προσφορά της στις τέχνες και στα γράμματα, η Χριστίνα Καλογερίκου τιμήθηκε το 1968 από το κράτος με τον Ταξιάρχη του Τάγματος της Ευποιίας.
Στην αναβίωση της Ημέρας του Ηθοποιού το 2002 η Χριστίνα Καλογερίκου τιμήθηκε μετά θάνατον από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών μαζί με άλλες εννέα σπουδαίες προσωπικότητες του Ελληνικού θεάτρου, που πέθαναν στη διάρκεια της δικτατορίας.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Η Χριστίνα Καλογερίκου πέθανε στις 3 Νοεμβρίου του 1968, μετά από πολύμηνη ασθένεια, σε ηλικία 83 ετών.
Ταινίες με την FF