Τζέλλα Φίνου
Η Τζέλλα Βανάκου Φίνου γεννήθηκε το 1915 στην Αθήνα σε αστική οικογένεια. Το ταλέντο της στο τραγούδι φάνηκε από πολύ νωρίς, για αυτό και από μαθήτρια έπαιρνε μαθήματα φωνητικής στο Ωδείο Αθηνών. Σύντομα την ανακάλυψε ο Αττίκ και οι πρώτες εμφανίσεις της έγιναν στην γνωστή Μάντρα του.
Όταν το 1936 τη γνώρισε ο Φίνος, εκτός από πανέμορφη ήταν ήδη μια επιτυχημένη τραγουδίστρια που είχε κατακτήσει το αθηναϊκό κοινό με τις ζωντανές εμφανίσεις της σε βαριετέ και θέατρα, αλλά κυρίως με τους δίσκους που ηχογραφούσε στην Οντεόν Παρλοφόν, με την οποία είχε αποκλειστικό συμβόλαιο. Μετά από δύο χρόνια θυελλώδους σχέσης μεταξύ τους, γεγονότα ανεξάρτητα των θελήσεών τους επέδρασαν σε έναν ολιγόμηνο χωρισμό τους, για να σμίξουν ξανά και να παραμείνουν ενωμένοι στην αιωνιότητα.
Το 1939, ο Φίνος με τους συνεργάτες του ίδρυσαν στο Καλαμάκι την κινηματογραφική εταιρεία «Ελληνικά Κινηματογραφικά Στούντιο» (ΕΚΣ), με σκοπό να γυρίσουν την ταινία το «Τραγούδι του Χωρισμού». Από τότε, η Τζέλλα διέκοψε οριστικά τις καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, αφού ήταν κάθε στιγμή δίπλα στον Φιλοποίμενα, βοηθώντας στην πραγμάτωση του οράματός του. Από το να κάνει χρέη μακιγιέζ, μέχρι να δοκιμάζουν μαζί τα ηχοληπτικά του μηχανήματα με την φωνή της, η Τζέλλα έκανε ο,τι περνούσε από το χέρι της για να βοηθήσει τον Φίνο. Δυστυχώς η ταινία – που ήταν η πρώτη σύγχρονη ομιλούσα ταινία με επεξεργασία σε ελληνικά εργαστήρια – απέτυχε εισπρακτικά και ο Φίνος απογοητεύτηκε πολύ. Η Τζέλλα, όμως, συνέχισε να τον εμψυχώνει, θυμίζοντάς του ότι ήταν ταγμένος να αναθρέψει την 7η τέχνη στην Ελλάδα. Από τότε, μάλιστα, η Τζέλλα σταμάτησε και τις ηχογραφήσεις δίσκων και τάχθηκε και εκείνη αποκλειστικά στο δικό του δημιουργικό έργο. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και ο Φίνος, μαζί με κάποιους φίλους, πρόσφερε τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας συγκροτώντας συνεργείο λήψεων επικαίρων στο Αλβανικό Μέτωπο. Μετά, ήρθε η κατοχή των Γερμανών, οι οποίοι δεν άργησαν να επιτάξουν τα φιλμ από το Μέτωπο και να καταστρέψουν ολόκληρο το στούντιο στο Καλαμάκι. Παρά όμως την καταστροφή και τις άγριες συνθήκες της κατοχής, ο Φίνος συνέχισε το όραμα του με στήριγμά του την αγαπημένη του Τζέλλα.
Το 1942, εν μέσω πείνας και δυστυχίας, ο Φιλοποίμην και η Τζέλλα νοίκιασαν ένα κτήριο στην οδό Στουρνάρα. Εκεί γεννήθηκε το θρυλικό και διαχρονικό σήμα της Φίνος Φιλμ και έγινε το «σπίτι» τους. Η Τζέλλα, ακούραστη όλη μέρα, πότε έφτιαχνε με κίτρινη φανέλα τις αυτοσχέδιες ηχομονώσεις, πότε άσπριζε τα δωμάτια ή έφτιαχνε τα κεραμίδια, πότε λειτουργούσε τη μηχανή προβολής – με κάρβουνα τότε – ή στέγνωνε τα απλωμένα ποζιτίφ, και πότε μαγείρευε με ό,τι κατάφερνε να προμηθευτεί, για να γευματίσει ολόκληρο το συνεργείο. Έτσι, δημιουργήθηκε και η πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ, με τίτλο «Η Φωνή της Καρδιάς», που ολοκληρώθηκε με μεράκι και ψυχή από όλους τους συντελεστές. Παρά τα πρωτόγονα μηχανήματα και τις αντίξοες συνθήκες, η ταινία ξεπέρασε σε επιτυχία και τα πιο τολμηρά τους όνειρα. Η Τζέλλα, κρατώντας το χέρι του Φιλοποίμενα, περπατούσε μετά την παράσταση μέσα στο ενθουσιασμένο πλήθος, γνωρίζοντας ότι από εκείνη τη μέρα η ζωή τους θα ήταν αφιερωμένη στον κινηματογράφο.
Το χειμώνα του 1944 και ενώ η Φίνος Φιλμ γύριζε την 2η ταινία της («Η Βίλλα με τα Νούφαρα»), τα πάντα πάγωσαν όταν οι Γερμανοί συνέλαβαν τον Φιλοποίμενα και τον πατέρα του. Η Τζέλλα δεν λύγισε, μεταδίδοντάς του αισιοδοξία μέσα από τα σημειώματα που κατάφερε με πολλούς κινδύνους να ανταλλάσσει κρυφά μαζί του. Τον κατατόπιζε ακόμα και για τα κινηματογραφικά δρώμενα, τα οποία παρακολουθούσε ανελλιπώς. Τέσσερις μήνες αργότερα, ο Φιλοποίμην αφέθηκε ελεύθερος ενώ ο πατέρας του εκτελέστηκε από τους Γερμανούς. Ο κόσμος του χάθηκε, η συντριβή του ήταν τεράστια, αλλά «Η Βίλλα με τα Νούφαρα» ολοκληρώθηκε με επιτυχία, για να ακολουθήσουν κι άλλες πιο εξελιγμένες από κάθε άποψη ταινίες. Σε όλο αυτό το ταξίδι, η Τζέλλα στήριζε κάθε του προσπάθεια, ενώ η γνώμη της αποτελούσε για εκείνον το αλάνθαστο κριτήριο για την επιτυχία κάθε ταινίας του.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Φίνος κατάφερε να γίνει ο «Πατέρας του Ελληνικού Κινηματογράφου», αλλά η ζωή τους παρέμεινε απλή χωρίς κοινωνικότητες και πολυτέλειες. Εκείνος, ταγμένος εργάτης, δούλευε μέρα-νύχτα δημιουργώντας μια ακόμα κινηματογραφική επιτυχία. Εκείνη, πιστή σύντροφος, προλάβαινε πάντα όλες τις ανάγκες του και στήριζε κάθε του επιθυμία, ενώ ποτέ της δεν επεδιώξε την προσωπική της καταξίωση. Γιατί αλήθεια, ποια άλλη ταλαντούχος και επιτυχημένη τραγουδίστρια θα βρισκόταν στην αγκαλιά του ιδρυτή της Φίνος Φιλμ και δεν θα δοκίμαζε τη δύναμη της; Όμως εκείνη ποτέ δεν ζήτησε τίποτα, πιστεύοντας ότι η προσωπική της παραίτηση συνέβαλλε ουσιαστικά στη δική του ανάταση, η οποία άξιζε πολύ περισσότερο αφού υπηρετούσε έναν ανώτερο σκοπό.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Φίνος άρχισε να υλοποιεί το μεγάλο του όραμα για τα υπερσύγχρονα στούντιο στα Σπάτα, μια σειρά από αναποδιές άρχισαν να τον αγχώνουν πολύ μέχρι που αρρώστησε το 1969. Τα στούντιο ολοκληρώθηκαν το 1970 και για έξι χρόνια ακόμα ο Φίνος δημιουργούσε, γνωρίζοντας ωστόσο ότι το τέλος δεν θα αργούσε. Η μεγαλύτερη αγωνία του, όμως, ήταν ότι θα άφηνε την Τζέλλα χρεωμένη, χωρίς ούτε καν ένα ιδιόκτητο σπίτι, αφού ό,τι χρήματα έβγαζε από τις ταινίες του τα επένδυε σε καινούργιες. Έτσι, το 1974 αγόρασαν ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Ευελπίδων, στο οποίο έζησαν μαζί μέχρι τον Γενάρη του 1977. Προς το τέλος της ζωής του, ο Φίνος άρχισε να δίνει κάποιες συμβουλές στην Τζέλλα, τις οποίες εκείνη κατέγραφε ευλαβικά, υποσχόμενη στον εαυτό της ότι θα τις τηρήσει όλες στο μέλλον.
Με το θάνατό του, η Τζέλλα βρέθηκε σε οικονομικό χάος το οποίο αντιμετώπισε με απόλυτη αξιοπρέπεια και, όπως τη συμβούλευε ο αγαπημένος της, μακριά από κάθε δημοσιότητα. Και τα έβγαλε πέρα λεβέντικα, με αρκετές πικρίες από τον «κόσμο» τους, αλλά χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για τίποτα. Σε λίγα χρόνια ήρθε και η ιδιωτική τηλεόραση και οι ταινίες της Φίνος Φιλμ απογειώθηκαν αποφέροντας στην Τζέλλα σεβαστά οικονομικά ποσά. Ωστόσο, η ζωή της όχι μόνο δεν άλλαξε αλλά περιορίστηκε ακόμα περισσότερο. Συντροφιά και ψυχαγωγία της έγιναν μόνο οι μνήμες της, οι φωτογραφίες, και οι λιγοστοί δικοί της άνθρωποι. Δεν διατύπωσε δημόσια κανένα παράπονο, δεν διέψευσε ανακρίβειες που δημοσιεύονταν κατά καιρούς, και αρνήθηκε όλες τις παρακλήσεις αξιόλογων δημοσιογράφων για κάποια συνέντευξη. Παράλληλα όμως, στάθηκε διπλά σε ανθρώπους που είχαν την ανάγκη της και βοήθησε οικογένειες γενναιόδωρα, χωρίς ποτέ να προβάλλει καμιά προσφορά της.
Τα τελευταία της χρόνια ήταν δύσκολα με την άνοια να γίνεται όλο και πιο εμφανής. Μια άνοια όμως, που πολλές φορές την έκανε ευτυχισμένη, αφού είχε την ψευδαίσθηση ότι συζητάει με τον αγαπημένο της, ότι κυκλοφορεί στα στούντιο προστατεύοντάς τον, και ότι τις νύχτες κοιμάται στην αγκαλιά του.